- ημίγυμνος
- -η, -ομισόγυμνος: Το πτώμα βρέθηκε ημίγυμνο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ἡμίγυμνος — half naked masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ημίγυμνος — η, ο (Α ἡμίγυμνος, ον) ο εν μέρει γυμνός, μισόγυμνος νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το ημίγυμνο η κατάσταση τού ημίγυμνου … Dictionary of Greek
ἡμίγυμνον — ἡμίγυμνος half naked masc/fem acc sg ἡμίγυμνος half naked neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡμίγυνον — ἡμίγυμνος half naked masc/fem acc sg ἡμίγυμνος half naked neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡμιγύμνοις — ἡμίγυμνος half naked masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡμιγύμνους — ἡμίγυμνος half naked masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡμιγύμνων — ἡμίγυμνος half naked masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡμιγύμνῳ — ἡμίγυμνος half naked masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡμιγύναιος — ἡμίγυμνος half naked masc/fem nom sg ἡμιγύναιος half woman masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡμίγυμνε — ἡμίγυμνος half naked masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)